Η Ιστορία της Ιεράς Μονής Κουδουμά

Ο Μοναχισμός Αστερουσίων Ορέων
Γνωρίζουμε ἁπό τίς ἁγιογραφικές πηγές γιά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, τοῦ ὀποίου τά ἁγιασμένα πόδια πάτησαν στούς Καλούς Λιμένες, ὅτι ἔγινε ἡ παρουσία του αἰτία, ἤδη ἀπό τούς πρώτους αἰώνες νά σχηματιστῆ ὁ πρῶτος πυρήνας μοναστικῶν κοινοτήτων στίς σπηλιές τῆς Νοτίου Κρήτης, συναντῶντας μέ τήν ἐμφάνιση τοῦ ἐρημιτισμοῦ, τούς πρώτους ἀσκητές στά σπήλαια τοῦ Ἁγιοφάραγγου ἀλλά καί σέ ἄλλα σπήλαια τῆς περιοχῆς στά νότια τῶν Ἀστερουσίων Ὀρέων.

Δέν εἴναι τυχαῖα ἡ σειρά τῶν ἱερῶν σπηλαίων που μας εἴναι γνωστά ὡς ἐρημητήρια, ὄπως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, τό Ἀββακόσπηλιο κ.α. Τό ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό τους εἴναι ὅτι πρόκειται κυρίως γιά σπήλαια καί τό δεύτερο ὅτι ὅλα βλέπουν πρός τήν θάλασσα.


Σ' αὐτήν τήν ὀμάδα τῶν σπηλαιωδῶν ἀσκητηρίων ἀνήκει κατά τήν μαρτυρία τοῦ ἔγκριτου Ἀρχαιολόγου – Βυζ/λόγου κ. Ἀθανασίου Παλιοῦρα Ὁμ. Καθ. τοῦ Παν/μίου Ἰωαννίνων καί ἡ Μονή Κουδουμᾶ, ὁ ὀποῖος καί τήν χαρακτηρίζει καί ὡς τήν ἀρχαιότερη Μονή τῆς Νότιας Κρήτης. Ἕνας ἄλλος πειστικός, λόγος ἀποδοχῆς παλαιοχριστιανικῆς κατοίκησης στά σπήλαια τοῦ Κουδουμᾶ, πέρα ἀπό τήν παράδοση που δέχεται πως ὁ τόπος δέχτηκε τούς ἀναχωρητές ἤδη ἀπό τόν 4ο αἰῶνα, ἐποχή που ξεκίνησε ἀπό τις λαῦρες τῆς Αἰγύπτου καί τῆς Παλαιστῖνης γιά νά περάσει στή συνέχεια στή Μικρά Ἀσία, στήν Κύπρο, στήν Κρήτη καί ἀπό ἐκεῖ στόν Ἑλλαδικό χῶρο, εἴναι καί ἡ πλήρης ἀπομόνωση καί ἐρημιά.

Οἱ ἀναχωρητές ἀναζητοῦσαν ἀπομακρυσμένες περιοχές, ἐντελῶς ἀπομονωμένες γιά νά ἀσκηθοῦν μόνοι τους ἤ μέ συνοδεία, μόνοι μόνῳ τῷ Θεῷ. Οἱ πρῶτοι ἐρημίτες τοῦ Κουδουμᾶ, πρέπει νά ἔζησαν κατά τόν 6ο και 7ο αἰῶνα στά σπήλαια που περιβάλουν τήν σημερινή Ἱ. Μονή.

Αὐτό φανερώνει καί ἡ μαρτυρία ἄλλωστε τοῦ νεωτέρου κτήτορα τῆς Ἱ. Μονῆς Κουδουμᾶ τοῦ Ὁσίου Εὐμενίου ἡ ὁποία ἀναφέρει ὅτι ἐδῶ ἐνεφανίσθη στόν Ὅσιο Παρθένιο ἡ Παναγία ἡ ὁποία τόν προέτρεψε νά ἱδρύσει Μονή γιατί ὁ τόπος αὐτός ἀπό αἰώνων εἴναι δικός της καί Αὑτή θά εἴναι πάντοτε ἀρωγός καί οἰκονόμος.

Ιστορική Αναφορά
Ἰδιαίτερα ὁ Κουδουμᾶς ὡς τόπος λατρείας καὶ προσευχῆς μας εἶναι γνωστὸς ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ καὶ μοναδικὴ τοιχογραφία τοῦ 14ου αἰῶνος ποὺ σώζεται στὸ καθολικό της Ἱερᾶς Μονῆς φανερώνοντας τὴν ὕπαρξη Μονῆς στὸν τόπο αὐτό.

Διάφορα συγγράμματα ἀπευθυνόμενα στὸν λόγιο Διδάσκαλο τῆς περιοχῆς καὶ ἀδελφὸ τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ Δομέτιο Καππαδόκη στὰ τέλη τοῦ 14ου αἰῶνος φανερώνουν τὴν ὕπαρξη τῆς Μονῆς ἀλλὰ καὶ ἰδιότυπου σχολείου μέσα στὰ κτήρια της.

Γιὰ τὸ διδάσκαλο τοῦ Κουδουμᾶ Δομέτιο Καππαδόκη ἔχουμε πληροφορίες ἀπὸ συστατικὴ ἐπιστολὴ ποὺ ἀπέστειλε προφανῶς ὁ Ἰωσὴφ Φιλάγρης, συνηγορώντας ὑπὲρ ἐνὸς κατηγορουμένου μοναχοῦ. Τονίζει ὅτι ὁ ἐν λόγῳ μοναχὸς ἐγκαταστάθηκε ἀπὸ πολὺ μικρὴ ἡλικία στὸ μονύδριο Κουδουμὰ «τραφεῖς ἐν νουθεσίᾳ πάσῃ καὶ διδασκαλίᾳ μοναδικῇ....» καὶ διδάχθηκε τὰ ἱερὰ γράμματα «καὶ τὰ πλείω τούτων» ἀπὸ τὸ Δομέτιο Καππαδόκη ἀδελφό της Μονῆς Κουδουμᾶ.

Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ μόνη εἴδηση ποὺ ἔχουμε γιὰ τὴ Μονὴ Κουδουμὰ κατὰ τόν 14ο αἰώνα. Πρόκειται ὅμως γιὰ σημαντικὴ πληροφορία ποὺ συμπληρώνει τὴν ἐκπαιδευτικὴ εἰκόνα τῶν Ἀστερουσίων καὶ τῶν μοναστηριῶν τους. Ἀπὸ τότε ἡ Μονὴ Κουδουμὰ χάνεται ἀπὸ τὸ ἱστορικὸ προσκήνιο. Στὴ θέση τῆς σημερινῆς Μονῆς οἱ Βενετσιάνοι χαρτογράφοι τοποθετοῦν τὴ Μονὴ τοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἶναι γνωστὸ σήμερα σὲ ποιὸ Ἅγιο ἦταν καθιερωμένη ἡ παλαιότερη Μονὴ Κουδουμά. Ἡ αἰτία τῆς ἐγκατάλειψής της θὰ πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ εἴτε στὶς πειρατικὲς ἐπιδρομὲς ἢ στὴν τουρκικὴ κατάκτηση τῆς Κρήτης.

Ἡ ἐπανίδρυση καὶ ἐπαναλειτουργία τῆς Ι. Μ. Κουδουμὰ σήμερα ὀφείλεται σὲ δυὸ Μεγάλες Μορφὲς τῆς Ἐκκλησίας μας τοὺς Ὁσίους Παρθένιο καὶ Εὐμένιο οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν προτροπὴ τῆς Παναγίας λέγοντας στὸν Ὅσιο Παρθένιο: «.. μεῖνε ἐδῶ νὰ ἱδρύσεις Μονύδριον καὶ νὰ ἐκτελεῖτε τὰ τῆς μοναδικῆς πολιτείας καθήκοντα καὶ τὴν τάξιν τῆς ἀκολουθίας σώαν καὶ μὴ φοβοῦ διότι Ἐγὼ θὰ εἶμαι οἰκονόμος» εἰσέρχονται εἰς ἕνα μεγάλο ἀγώνα γιὰ τὴν ἵδρυση τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ.

Ἄρχισαν νὰ κτίζουν τὸ Μοναστήρι πάνω σὲ ἐρείπια παλαιοῦ Μοναστηριοῦ στὸ ὁποῖο δὲν ὑπῆρχε παρὰ λίγο παλαιὸ τεῖχος στὴν Ἐκκλησία ὅπως ὁ Εὐμένιος ἀναφέρει στὸν Ἐπίσκοπο Ἀρκαδίας Βασίλειο τὴν 08/10/1915 λέγοντας «...ἱδρύσαμε ἐκ βάθρων τὴν Μονὴν μὴ ἔχων τότε εἰμὴ ὀλίγον τεῖχος παλαιὸν ἐν τὴ ἐκκλησία...» ἔτσι ἔφτιαξαν ἕνα μικρὸ τμῆμα τοῦ σημερινοῦ Ναοῦ τῆς Παναγίας ἐξυπηρετούμενοι σ' αὐτὸν στὶς Ἀκολουθίες καὶ στὶς καθημερινὲς θεῖες Λειτουργίες τους καὶ διαμένοντες οἱ ἴδιοι εἰς ἕνα σπήλαιο παραπλεύρως τοῦ Ναοῦ.

Ἡ Ἱερὰ Ἀνδρώα κοινοβιακὴ Μονὴ Κοιμήσεως Θεοτόκου Κουδουμᾶ ἀκολουθεῖ καὶ τηρεῖ ὡς τὰ σήμερα τῆς πολύτιμες παρακαταθῆκες ποὺ παρέδωσαν ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ οἱ Ὅσιοι Πατέρες κτήτορες τῆς Ι. Μονῆς Παρθένιος καὶ Εὐμένιος. Τὸ ὄνομά του ὁ τόπος λένε πὼς ὀφείλεται στὸ φυτὸ «κουδουμαλιά». Αὐτὴ φαίνεται νὰ εἶναι ἡ πιὸ σοβαρὴ ἐκδοχὴ ἀπὸ τὶς ἄλλες ποὺ ἀκούγονται. Καὶ ἔμελλε αὐτὸ τὸ ταπεινὸ φυτὸ νὰ δώσει τὸ ὄνομα σ' ἕνα τόπο γιὰ τὸν ὁποῖο μέχρι τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου θὰ μιλοῦν οἱ χριστιανοὶ μὲ εὐλάβεια. Ὄνομα ποὺ θὰ προκαλεῖ ἱερὸ δέος.

Η Υπόσταση της Μονής
Ἡ Μονὴ Κουδουμὰ ἱδρύθηκε σιγὰ καὶ ἀθόρυβα μέσα στὴ φυσικὴ ἀπομόνωση τοῦ τόπου ἀλλ ὁπωσδήποτε ἐξασφάλισε σύντομα τὴν εὐλογία τοῦ Μητροπολίτη Κρήτης. Ἔπρεπε νὰ ἔχει τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἔγκριση, γιὰ νὰ ἐπιτελεῖται ἡ «νόμιμος ἄθλησις» ὥστε καὶ ὁ Θεὸς νὰ εὐλογεῖ καὶ οἱ ἄνθρωποι νὰ ὠφελοῦνται διδασκόμενοι τὰ πνευματικὰ μὲ βάση τὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα. Γι΄ αὐτὸ ἄλλωστε ὁ Μητροπολίτης Κρήτης Μελέτιος ἔδωσε τὴν πνευματικὴ πατρότητα στὸν Ὅσιο Εὐμένιο δηλαδὴ τὸ δικαίωμα νὰ ἐξομολογεῖ. Δὲν ἀναγνωρίστηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς Μονὴ κι' αὐτὸ ἀπὸ πατρικὴ τοῦ Μητροπολίτου Μελετίου πρόνοια γιὰ νὰ μὴν ὑφίσταται στὰ ἱδρυτικὰ της χρόνια μὲ τὶς τόσες ἀνάγκες, τὶς οἰκονομικὲς ὑποχρεώσεις ποὺ εἶχαν οἱ ἄλλες παλαιὲς μικρὲς καὶ μεγάλες ἀναγνωρισμένες Μονές. Χαρακτηρίσθηκε ,λοιπόν, ὡς Σκήτη μὲ ἰδιαιτερότητα. Διότι οἱ Σκῆτες ἦταν πάντοτε γνωστὲς μόνο στὸ Ἅγιον Ὄρος, οἱ ὁποῖες ὅμως δὲν εἶναι αὐτοδιοίκητες ἀλλὰ ὑπάγονται σὲ κάποιο Μοναστήρι. Ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς Σκήτης τοῦ Κουδουμᾶ ὀφειλόταν στὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ἀνῆκε σὲ κανένα κυρίαρχο Μοναστήρι. Ἦταν αὐτοδιοίκητη, μὲ χαλαρὰ μὲν ὡς πρὸς τὰ διοικητικά, μὲ ἰσχυρὰ δὲ ἀπὸ ἐκκλησιολογικὴ ἄποψη ἐξάρτηση ἀπὸ τὴ Μητρόπολη Κρήτης. Στὴ θέση τοῦ ἀτύπου, πλὴν οὐσιαστικοῦ Ἡγουμένου, ὁ Μητροπολίτης (προφορικῶς ἢ γραπτῶς δὲν γνωρίζουμε) εἶχε τοποθετήσει τὸν Παρθένιο.

Τὰ χαρίσματα τοῦ Ὁσίου Παρθενίου ποὺ τὸν καθιέρωσαν ἀμέσως στὶς συνειδήσεις τῶν πιστῶν ὡς Ἅγιο εἶχαν ἀποσπάσει τὸ σεβασμὸ τοῦ Μητροπολίτου Μελετίου και τοῦ διαδόχου τοῦ Μητροπολίτου Τιμοθέου Καστρινογιαννάκη (1882-1897). Αὐτὸ συνεχίσθηκε καὶ πολὺ ἀργότερα ἐπὶ τῆς ἡγουμενίας τοῦ Ὁσίου Εὐμενίου ὅταν ἀνέκυψαν μεγάλα προβλήματα ἐξ αἰτίας μερικῶν ἀνυπότακτων Μοναχῶν καὶ ἐνῶ ὑπαγόταν πλέον ἡ Σκήτη στὴν Ἐπισκοπή Ἀρκαδίας, ὑπῆρξαν θέματα ποὺ ἔφτασαν μέχρι τὸν τότε Μητροπολίτη Εὐμένιο Ξηρουδάκη, ὁ ὁποῖος μὲ ἐπιστολὴ του ἀπειλοῦσε μὲ διάλυση, ἀλλὰ δὲν τὴν ἔπραττε «ἀπὸ σεβασμὸ πρὸς τὸν Ἅγιο κτίτορα αὐτῆς Παρθένιο». Χαρακτηριζόταν, λοιπόν, γιὰ κάποια χρόνια ὡς «Σκήτη τοῦ Κουδουμᾶ». Γρήγορα ὅμως ἀνέκυψε τὸ πρόβλημα τῶν κτηματικῶν δωρεῶν καὶ ἡ νομικὴ πλέον ὑπόστασή του. Ἀρχικὰ ὡς Προϊστάμενος τῆς Σκήτης Ἐπιστάτης ἀναγνωρισμένος, ὑπέγραφε στὰ συμβόλαια σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο ὁ Παρθένιος, ἀλλὰ μέσα στὰ συμβόλαια αὐτὰ ἐξηγοῦντο οἱ λόγοι τῆς δωρεᾶς καὶ οἱ ὅροι. Στὸ μεταξὺ ὑπήχθη ὁ Κουδουμᾶς στὴν Ἐπισκοπή Ἀρκαδίας καὶ ἡ Σκήτη προσέλαβε ἐπίσημο χαρακτῆρα Μονῆς ἄμεσα ὑπαγόμενη στὸν Ἐπίσκοπο Βασίλειο μὲ τὸν ὁποῖο σώζεται μέχρι σήμερα ὀγκώδης ἀλληλογραφία γιὰ ὅλα τὰ θέματα ἀπὸ τὴν ἔναρξη τῆς ἡγουμενίας τοῦ Ὁσίου Εὐμενίου καὶ μετά. Τώρα πλέον εἶχε λόγο καὶ ἡ Μοναστηριακὴ Ἐπιτροπεία τοῦ Νομοῦ Ἡρακλείου καὶ ὁ Ἡγούμενος ὑπέγραφε σύμφωνα μὲ τὸ ὅλο νομικὸ πλαίσιο στὰ συμβόλαια ἀποδεχομένων δωρεῶν, πωλήσεων, ἀγορῶν κτλ. Ἀντίγραφα ὅλων αὐτῶν τῶν πράξεων βρίσκονται στὸν καλλιγραφημένο κώδικα τῆς Μονῆς. Ἐπίσης πρέπει νὰ ἀναφέρουμε καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐνῶ ὁ Ἡγούμενος μιᾶς Μονῆς ἔπρεπε νὰ εἶναι πάντα Ἰερομόναχος ὅπως συμβαίνει παντοῦ (Ἅγ. Ὄρος, Πάτμος καὶ σ’ ὅλα τὰ ἀνδρῶα Μοναστήρια), ἐξαίρεσις ἔγινε καὶ ἐδῶ ὡς πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Ὁσίου Παρθενίου ὁ ὁποῖος ἦτο ἁπλὸς Μοναχός.

Τὸ Μοναστήρι ἀπό τὴν ἀρχὴ λειτούργησε ὡς αὐστηρὸ ανδρικό Κοινόβιο. Ἐπειδὴ χρειάστηκαν τυπικὸ ἀνάλογο κι ὄχι τὸ ἁπλὸ τυπικὸ τῶν συνηθισμένων Ἀκολουθιῶν ποὺ τηροῦσαν τὰ ἀγροτικὰ κρητικὰ Μοναστήρια, καὶ ἔχοντας διαρκῶς ζωντανὴ τὴν εὐθύνη τῆς τηρήσεως τῆς ἐντολῆς τῆς Θεοτόκου στὸν Παρθένιο μὲ τὴν ὁποία ζητοῦσε νὰ τηρεῖται «σῶα ἡ Ἀκολουθία τῆς Μοναδικῆς Πολιτείας», ἀπευθύνθηκαν στὴν Βασιλικὴ καὶ Μεγίστη Μονὴ τοῦ Βατοπεδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἡ ὁποία Μονὴ εἶχε μοναδική φήμη στὴν Κρήτη καὶ σχέση μ’ αὐτὴν λόγῳ τῶν γεγονότων τῆς Ἁγίας Ζώνης. Ἡ Μονὴ Βατοπεδίου ἀπέστειλε τὸ Διάκονο Γρηγόριο Χρυσουλάκη ὁ ὁποῖος καὶ δίδαξε μέ κάθε λεπτομέρεια τὸ τυπικὸ τῶν Ἱερὼν Ἀκολουθιῶν. Πάντως θὰ πρέπει νὰ ἐζήτησαν καὶ τὴ βάση ὅλων τῶν Μοναστικῶν τυπικῶν ποὺ εἶναι τὸ τυπικὸ τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα Ἱεροσολύμων, διότι υπάρχει στὴ βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς αὐτὸ τὸ τυπικό, σὲ χειρόγραφο.

Γερμανική Κατοχή Ὅλα τὰ Μοναστήρια ὑπέφεραν καὶ καταστράφηκαν μάλιστα πολλὲς φορὲς κατὰ τὴν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας, διότι γνώριζαν οἱ Τοῦρκοι τὴ συμμετοχὴ τους στοὺς ἐπαναστατικοὺς ἀγῶνες. Ὄχι μόνο ἔκρυβαν ἀγωνιστὲς καὶ τοὺς προμήθευαν τρόφιμα στὰ βουνά, ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδιοι οἱ Μοναχοὶ ἔπαιρναν ἐνεργὸ μέρος ὡς μάχιμοι ἀγωνιστὲς ἢ καὶ ὡς ὁπλαρχηγοί. Κορυφαία ἡ περίπτωση τῆς Μονῆς Ἀρκαδίου. Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ κατὰ τὴ γερμανικὴ κατοχή. Ἡ Μονὴ Κουδουμᾶ δὲν εἶχε ἐθνικὴ ἱστορία ἐπὶ τουρκοκρατίας, διότι τότε δὲν ὑπῆρχε. Ἱδρύθηκε κατὰ τὴν ἐκπνοὴ τῆς τουρκικῆς δουλείας. Ὅμως τώρα δὲν θὰ ἕμενε ἄμοιρη τῶν συνεπειῶν, λόγω τῆς γεωγραφικῆς θέσεώς της στὰ νότια παράλια τῶν Ἀστερουσίων ὅπου γινόταν οἱ ἀναχωρήσεις καὶ ἀφίξεις τῶν συμμάχων μὲ ὑποβρύχια ἀπὸ τὴ Μέση Ἀνατολή.

Ἡ ἀδελφότητα δὲν ἦταν ἀριθμητικὰ ὅπως πρίν καθώς επίσης μὲ τὴν κήρυξη τοῦ πολέμου (28-10-1940) καὶ τὴ γενικὴ ἐπιστράτευση, κλήθηκαν νὰ ὑπηρετήσουν στὸ στρατὸ καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἦταν νέοι Μοναχοί. Ἔγινε τότε μεγάλη ἀφαίμαξη Μοναχικοῦ δυναμικοῦ ἀπαραίτητου γιὰ τὶς ἀγροτικὲς Μονὲς τῆς Κρήτης. Ἔφυγαν κάποιοι καὶ ἀπὸ τὴ Μονὴ Κουδουμᾶ. Δὲν γνωρίζουμε ἂν ἔπεσε κανεὶς σὲ κάποια μάχη, γνωρίζουμε ὅμως ὅτι κάποιοι δὲν ξαναγύρισαν, ἀλλὰ ἔμειναν στὸν κόσμο καὶ ἔκαμαν οἰκογένειες.

Ὁ Παρθένιος Χαιρέτης δὲν ἔμεινε γιὰ πολὺ στὴν ἡγουμενία. Ἦταν καὶ ἀποδείχθηκε φλογερὸς πατριώτης μὲ βλέμμα σπινθηροβόλο, μορφὴ γεννημένη γιὰ ἀγῶνες, πνεῦμα ἀδούλωτο καὶ ἀποφασιστικό. Μὲ τὴν κήρυξη τοῦ πολέμου δὲν τὸν κρατοῦσε τίποτε στὸν Κουδουμᾶ. Πάνω ἀπ' ὅλα ἔβαλε τὴν Πατρίδα. Μὲ τὴν κατάληψη τῆς Κρήτης ἀπὸ τοὺς Γερμανούς, ἔγινε ἀντάρτης, ἀφοῦ πρῶτα συνεργάστηκε ὡς Ἡγούμενος μὲ τὶς ἀντάρτικες ὁμάδες τοῦ Καπετάν Μανώλη Μπαντουβᾶ, τοῦ Πετρακογιώργη καὶ τοῦ παπᾶ Νικολῆ Νεονάκη. Ἔκαμε τὸν Ἅγιο Νικόλαο (Μετόχι), κέντρο συσκέψεων τῶν ἀρχηγῶν τῶν ἀνταρτῶν καὶ τῶν Ἄγγλων, ἐφοδίαζε μὲ τρόφιμα τοὺς ἀντάρτες πρᾶγμα ποὺ συνέχισε ἡ Μονὴ καὶ μετὰ τὴν ἀναχώρησή του γιὰ τὴ Μέση Ἀνατολή. Μὲ φροντίδα του καὶ σὲ συνεργασία μὲ ἄλλους ἀντιστασιακοὺς ὅπως τὸ Βασίλη Κωνιό, τὸν παπὰ Νικολὴ Νεονάκη, προώθησε στὴ Μονή Πρέβελη ἀρκετοὺς Βρετανούς.

Φεύγοντας ἄφησε στὸ Μοναστήρι ἱερά παρακαταθήκη νὰ ἀγωνισθεῖ ὅλη ἡ ἀδελφότητα γιὰ τὴν Πατρίδα.

Ἔφυγε γιὰ τὴν Αἴγυπτο στὶς 13-12-1941 ἡμέρα Σάββατο μὲ τὸ ὑποβρύχιο του ἀτρόμητου Ἄγγλου κάπτεν Μάκ, τοῦ λεγόμενου «Σκουλαρικᾶ» ἐπειδὴ φοροῦσε στὸ ἀριστερὸ αὐτὶ τοῦ ἕνα σκουλαρίκι, ἀπὸ τὶς «Τρεῖς Ἐκκλησιές». Μαζὶ μὲ τὸν Παρθένιο Χαιρέτη ἔφυγαν τότε ὁ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Πρέβελη Ἀγαθάγγελος Λαγουβάρδος, ὁ Ἀντισμήναρχος Κελαϊδής, ὁ Μύρων Σαμαρείτης, ὁ Ἱερέας Ἀρτεμᾶς, ὁ Σμὶθ Χιούζ ΄Ἄγγλος Λοχαγὸς Ἀρχηγός τῆς ἐν Κρήτῃ κατασκοπείας ὁ ὁποῖος εἶχε ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ τὸν Μόντυ (Γκοὺτ Χάουζ) καὶ ἄλλοι. Ἕνα μῆνα μετὰ τὴν ἀναχώρησή του, φορώντας ἀκόμη τὰ ράσα καὶ μὲ τὴ γενειάδα τοῦ φωτογραφήθηκε στὶς πυραμίδες μὲ δυὸ ἀξιωματικοὺς καὶ μὲ τὸν τότε Ἀρχιμανδρίτη καὶ μετέπειτα κορυφαῖο Ἱεράρχη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Μελίτωνα Χατζῆ Μητροπολίτη Γέροντα Χαλκηδόνος. Σὲ ἄλλες φωτογραφίες θὰ φέρει στρατιωτικὴ στολὴ καὶ θὰ φωτογραφίζεται μὲ ἄλλους ἀξιωματικοὺς Κλέωνα Ψωρούλα, Πλάτωνα Καπρίδη καὶ Γιῶργο Βιδάκη στὶς 12-8-1943. Συγκινητικὴ εἶναι ἡ φωτογραφία του στὸ Κάϊρο μὲ τὸν ἀδελφὸ του Ζαχαρία Χαιρέτη καὶ δυὸ πρῶτα ἐξαδέλφια του. Ὅλοι Χαιρέτηδες! Φωτογραφία ἐπίσης ὑπάρχει μὲ ἄλλους ἀξιωματικοὺς στὴν Παλαιστίνη.

Τὸ 1942 γνωρίζοντας οἱ Γερμανοὶ τὴν ἀντιστασιακὴ δράση στὰ νότια αὐτὰ παράλια μὲ τὶς ἀφίξεις καὶ ἀναχωρήσεις Ἑλλήνων καί Συμμάχων στρατιωτικῶν ἦλθαν νὰ ἐγκαταστήσουν φυλάκιο. Τότε στὴν ἡγουμενία βρισκόταν ὁ γνωστὸς Ἀρχιμ. Κύριλλος Κατσιρντάκης ὁ ὁποῖος καὶ παρέμεινε Ἡγούμενος ὡς τὸ 1946 καὶ κατόπιν γιὰ μερικὰ χρόνια Ἡγουμενοσύμβουλος. Ἦταν δηλαδὴ Ἡγούμενος, ὅλη αὐτὴ τὴ δύσκολη περίοδο. Ὁ Κύριλλος, ἦταν πρόσωπο ἐμπιστοσύνης τοῦ Ἐπισκόπου Βασιλείου ὁ ὁποῖος ἐκεῖνο τὸν καιρὸ (1941) εἶχε ἐκλεγεῖ Μητροπολίτης Κρήτης, ἀλλὰ πολύ γρήγορα εἶχε ἐξοριστεῖ ἀπὸ τοὺς Γερμανούς. Ὁ Κύριλλος εἶχε μακρὰ ἐμπειρία ὅλων τῶν προβλημάτων τοῦ Κουδουμᾶ. Ἦταν ἄνθρωπος πνευματικός, συνετὸς καὶ δυναμικὸς καὶ ὡς τέτοιος ἐχρησιμοποιεῖτο ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο στὰ δύσκολα θέματα. Στάθηκε στὸ Μοναστήρι μέ ὑπευθυνότητα ὅλη αὐτὴ τὴ δύσκολη περίοδο τῆς γερμανικῆς κατοχῆς ποὺ καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ διοίκηση ἐκ τῶν πραγμάτων ἦταν χαλαρή. Ποῦ θὰ προλάβαινε τότε ἕνας ἄνθρωπος ὅσο ἱκανὸς κι ἂν ἦταν νὰ διευθετεῖ τὰ ἐκκλησιαστικὰ θέματα ποὺ ἀνέκυπταν σ’ ἕνα ὁλόκληρο καὶ μεγάλο νομό, ποὺ περιλάμβανε ἐδαφικὰ τὴ Μητρόπολη Κρήτης καὶ τὴν Ἐπισκοπή Ἀρκαδίας; Τὴ διοίκηση ἀσκοῦσε ὁ Πρωτοσύγκελλος Εὐγένιος Ψαλλιδάκης.

Μόλις ἔφθασαν, λοιπόν, οἱ Γερμανοὶ γιὰ τὴν ἐγκατάσταση τοῦ φυλακίου, ἔδωσαν ἐντολὴ μέσῳ διερμηνέως, νὰ ἀδειάσουν ἐντελῶς τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ Μοναστήρι. Νὰ μείνουν μόνο οἱ τοῖχοι καὶ νὰ τὸ ἐγκαταλείψουν οἱ Μοναχοί. Αὐτὸ ἔπεσε σὰν κεραυνὸς ἐν αἰθρίᾳ. Ψύχραιμος ὅπως ἦταν ὁ Ἡγούμενος Κύριλλος, κατάλαβε πὼς ἡ κατάσταση δὲν σήκωνε ἀντίδραση μπροστὰ στοὺς ἀποφασισμένους γιὰ ὅλα κατακτητὲς ποὺ τότε βρισκόταν πάνω στὸν ἐνθουσιασμὸ καὶ τὴν ἀκόρεστη ὁρμὴ τῆς κατακτητικῆς ἐξουσίας τους. Ἂν προέβαλαν τὴν ὁποιαδήποτε ἀντίδραση, ἡ ἀπάντηση θὰ ἦταν ἡ βίαιη ἀπομάκρυνση τῶν Μοναχῶν καὶ ἡ βεβήλωση ἢ πυρπόληση τοῦ σεπτοῦ προσκυνήματος τῆς Παναγίας. Ἔπρεπε νὰ βρεθεῖ μιὰ ἤρεμη λύση. Τὸ πρῶτο πρᾶγμα ποὺ σκέφθηκε ὁ σοφὸς Κύριλλος ἦταν ἡ διάσωση τῶν εἰκόνων καὶ τῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Παρθενίου. Θεώρησε οἰκονομία τοῦ Θεοῦ καὶ φωτισμὸ τῆς Παναγίας πρὸς τὸν Γερμανὸ ἀξιωματικὸ ποὺ τοὺς ἐπέτρεπε νὰ τὰ πάρουν. Τότε μέσῳ πάλι τοῦ διερμηνέως τοῦ εἶπε ὅτι δὲν ἦταν δυνατὸν μέσα σὲ μιὰ μέρα νὰ τὰ πάρουν καὶ νὰ φύγουν, διότι γιὰ τὴ μεταφορὰ τους χρειαζόταν πολλὰ μεταφορικὰ ζῶα. Τὸν παρακαλοῦσε νὰ τοῦ δώσει μιᾶς ἑβδομάδας καιρό. Ὁ Λοχίας ἀπευθύνθηκε στὸ γερμανικὸ φρουραρχεῖο τοῦ Χάρακα καὶ δόθηκε αὐτὸ τὸ χρονικὸ περιθώριο. Τότε εἰδοποιήθηκαν οἱ κάτοικοι τῶν κοντινῶν χωριῶν (Στέρνες, Διονύσι, Παναγιά, Ἀσήμι) οἱ ὁποῖοι μὲ μεγάλη προθυμία διέθεσαν τὰ ζῶα τους καὶ οἱ ἴδιοι τὶς δουλειές τους καὶ τὸ χρόνο τους καὶ πῆγαν στὸν Κουδουμᾶ. Φόρτωσαν εἰκόνες, σκεύη, τὰ πάντα καὶ σχηματίσθηκε στὸ μονοπάτι μὲ κατεύθυνση τὸ Μετόχιο τοῦ Ἁγίου Νικολάου μιὰ σειρὰ σὰν τὰ μυρμήγκια ποὺ κουβαλοῦνε τὶς τροφὲς στὶς φωλιές τους. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα φυσοῦσε ὅπως γίνεται συχνὰ ἕνας δυνατὸς βοριὰς ποὺ δυσκόλευε πολὺ τὰ ζῶα στὴν ἄνοδό τους, διότι οἱ εἰκόνες ὅπως ἦταν φορτωμένες δεχόταν τὴν μεγάλη πίεση τοῦ ἀέρα. Ὅταν ἔφθασαν σ’ ἕνα μέρος, τὸν «Πευκιά», ψηλά, ἕνα δυνατὸ φύσημα γκρέμισε στὰ χαράκια τὸ μουλάρι, ποὺ σήκωνε τὶς μεγάλες εἰκόνες. Μετὰ ἀπὸ προσπάθειες σήκωσαν τὸ ζῶο νομίζοντας πὼς οἱ εἰκόνες εἶχαν σπάσει, ἀλλὰ ὡς ἐκ θαύματος, καμιὰ δὲν εἶχε ὑποστεῖ τὸ παραμικρό.

Τὸ ἴδιο βράδυ τῆς ἐκκενώσεως τοῦ Ναοῦ, ἐγκαταστάθηκαν μέσα οἱ Γερμανοί. Ἦταν γι αὐτοὺς χῶρος κατάλληλος γιὰ κατάλυμα (!) λόγῳ τοῦ μεγέθους ἀλλὰ καὶ τῆς θέσεως, διότι μποροῦσαν νὰ παρατηροῦν τὴν παραλία ἀφοῦ ἀμέσως κάτω ἀπὸ τὸ προαύλιο τοῦ Ναοῦ εἶναι ἡ ἄμμος.

Εμφάνιση της Παναγίας
Ὁ Ναὸς αὐτὸς μέσα στὸν ὁποῖο ἐπὶ ἑξηντατρία χρόνια γινόταν πολὺς ἀγώνας προσευχῆς ἀπὸ τοὺς Μοναχούς, Ναὸς μέσα στὸν ὁποῖο εἶχαν γίνει ἀναρίθμητα θαύματα ἀπὸ τὴν Παναγία, Ναὸς χτισμένος μὲ πρόσταγμα τῆς Ἴδιας τῆς Παναγίας στὸν Ὅσιο Παρθένιο, δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ μείνει ἀτιμώρητη αὐτὴ ἡ βεβήλωση. Νὰ πῶς καταγράφει τὴ διήγηση τὸ 1952-53 ὁ Ἀλεξ. Χατζηγάκης, δώδεκα μὲ δεκατρία χρόνια μετὰ τὸ γεγονὸς αὐτό: «… Ἕνας Γερμανὸς Λοχίας μὲ λίγους ἄνδρες, πῆγε νὰ ἐγκατασταθεῖ στὴν ἐκκλησιά. Τὴ νύχτα ὅμως συνέβη κάτι τὸ τρομερὸ γι αὐτόν. Μιὰ γυναίκα βγῆκε, τὸν κάλεσε καὶ τοῦπε νὰ φύγει ἀμέσως ἀπὸ τὸ σπίτι της. Αὐτὸς ἐγέλασε. Τότε ἀκούστηκαν δυὸ κρότοι. Ἦταν δυὸ γερὰ χαστούκια ποὺ δέχθηκε ὁ Γερμανὸς στὸ πρόσωπό του ἀπὸ τὴ γυναίκα. Ταυτόχρονα ἔχασε καὶ τὴ φωνή του καὶ δὲν μποροῦσε ὡς τὸ βράδυ τῆς ἄλλης μέρας νὰ συνεννοηθεῖ μὲ τοὺς στρατιῶτες του. Τὸ ἄλλο βράδυ ἐπαναλήφθηκε ὅ,τι εἶχε γίνει τὴν προηγούμενη βραδιά. Ὁ Λοχίας μετατέθηκε καὶ πῆγε στὸ Ρωσικὸ μέτωπο. Καὶ ὅταν κάποτε γύρισε ἀπὸ ἐκεῖ πῆγε στὸ Μοναστήρι καί ζητοῦσε ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο νὰ τοῦ δείξει τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Σὰν τὴν ἀντίκρυσε, στάθηκε προσοχή, χαιρέτησε καὶ λέει: Αὐτὴ ἦταν!! Ὁ Λοχίας Χάους, αὐτὸ ἦταν τὸ ὄνομά του, θέλησε νὰ πεῖ στοὺς συναγμένους καλογήρους τὴν παραπάνω ἱστορία του….» Ἀκριβέστερη διήγηση ἀνθρώπων ποὺ εἶχαν πάντα στενὴ σχέση μὲ τὸ Μοναστήρι, ἄκουσαν ὅτι ὁ Γερμανὸς αὐτὸς μόλις πῆγε στό Μοναστήρι κάνοντας ἐπίδειξη ἰσχύος, εἰρωνείας καὶ ἀπιστίας καί ἐκφοβισμοῦ τῶν Μοναχῶν τόλμησε νά πυροβολήσει ἕνα πέτρινο σταυρό πού ἦταν πάνω ἀπό τήν εἴσοδο καί μιά εἰκόνα τῆς Παναγίας μέσα στό Ναό. Τή νύχτα καί ἀφοῦ οἱ Μοναχοί εἶχαν ἀδειάσει τήν Ἐκκλησία, τοῦ παρουσιάστηκε ζωντανά μιά μεγαλοπρεπής γυναίκα μαυροφόρα ἡ ὁποία μέ ὕφος αὐστηρό τόν διέτασσε νά φύγει ἀπό τή Ἐκκλησία καί τό Μοναστήρι. Αὐτό ἐπαναλήφθηκε τήν ἴδια βραδιά τρεῖς φορές. Αὐτός πεισματικά, γνωρίζοντας τήν ἱερότητα πού εἶχε ἡ Ἁγία Τράπεζα γιά τούς Ὀρθοδόξους Μοναχούς, κάθισε πάνω καί τότε ξαναπαρουσιάστηκε ἡ Παναγία καί τοῦ ἔδωσε ἕνα δυνατό χαστούκι. Γιά μιά ἑβδομάδα φαινόταν στό πρόσωπό του τό χέρι τῆς Παναγίας.....

Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς καὶ μὴ μπορώντας ὁ Λοχίας νὰ ἐξηγήσει τί τοῦ εἶχε συμβεῖ διότι ἔχασε τή φωνή του, ζήτησε χαρτὶ καὶ μολύβι καὶ ἔγραψε στοὺς στρατιῶτες του τὸ συμβὰν καὶ τὴν ἐντολὴ νὰ τὸν πᾶνε στὸν Πύργο Μονοφατσίου στὸν ἐκεῖ φρούραρχο. Ἡ μεταφορὰ του ἔγινε μὲ ζῶα μέσῳ τοῦ χωριοῦ Παράνυμφοι. Συγγενεῖς τοῦ γράφοντος ἀπὸ τοὺς Παρανύμφους, τοῦ διηγήθηκαν πρὶν ἀπὸ χρόνια, πὼς θυμοῦνται τὸ Γερμανὸ πάνω στὸ ζῶο μὲ μαντιλοδεμένο τὸ πρόσωπο, διότι ἀπὸ τό δυνατό χαστούκι τῆς Παναγίας εἶχε ὅλο τό πρόσωπο πρησθεῖ. Μετά τή λήξη τοῦ πολέμου ἦλθε μερικές φορές στόν Κουδουμᾶ καί ἀφιέρωσε καί ἕνα σταυρό στήν εἰκόνα ἐκείνη τῆς Παναγίας στήν ὁποία γνώρισε τή γυναίκα πού τόν χαστούκισε. Συνήθιζε δέ κάθε φορά πού ἐρχόταν νά στέκεται μπροστά στήν εἰκόνα σέ στάση προσοχῆς ἐπί πέντε λεπτά. Αὐτὸς ἦταν καὶ ὁ λόγος ποὺ τελικὰ ἡ Μονὴ δὲν ἔγινε γερμανικὸ φυλάκιο ἀλλὰ ὁ Ἀϊ-Γιάννης στὸν ὁποῖο ἄφησαν φεύγοντας μεγάλη καταστροφὴ σὲ εἰκόνες, βιβλία κτλ. Τοὺς περισσότερους χώρους ὅμως τῶν κελιῶν τοῦ Κουδουμᾶ, ἀργότερα τοὺς κατέστρεψαν γιὰ νὰ μὴν μποροῦν νὰ τοὺς χρησιμοποιοῦν οἱ ἀντάρτες.

Η Εθνική Αντίσταση και ο Κουδουμάς
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὡς ζωτικὸ Μετόχιο της Μονής Κουδουμά ἀπ' ὅπου διευθύνονταν τὰ περιουσιακὰ τῆς Μονῆς (γεωργία καὶ κτηνοτροφία) λειτουργοῦσε μὲ τοὺς ἀπαραίτητους Μοναχοὺς κι ἄλλοι ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω ἐπέστρεψαν στὸ Μοναστήρι. Μοιρασμένη ἀριθμητικὰ ἡ ἀδελφότητα στὰ δυὸ ὅπως πάντα, δηλαδὴ πρὸ καὶ μετὰ τὴν κατοχῆς λόγω τῶν διακονημάτων καὶ κατὰ τὴν περίοδο τῆς κατοχῆς λόγῳ τῶν συνθηκῶν, προσέφερε στὴν αἰχμάλωτη πατρίδα μεγάλες ὑπηρεσίες.

Στὰ ἀπομνημονεύματά του ὁ καπετάν Μανώλης Μπαντουβᾶς γράφει ὅτι: «στὸν Ἅγιο Νικόλαο στὴ Μονὴ τὰ μεσάνυχτα ἐσυνάντησα τὸν Γουντχάουζ μὲ τὸ ψευδώνυμο τότε μᾶς τὸν ἐσύστησαν Νικόλαο Μόντυ… Μοῦ λέει λοιπὸν ὁ Μόντης, ὅτι ἦρθε γιὰ μένα κι ὅτι οἱ δικοί μας ἐστείλανε τρόφιμα, μ' ἐνημέρωσε γιὰ ὅλη τὴν ἀποστολὴ καὶ πρέπει νὰ βροῦμε καὶ ὁρισμένα ὅπλα, τὰ ὁποῖα μᾶς ἐστείλανε καὶ σφαῖρες καὶ χειροβομβίδες, τὸ Συμμαχικὸ Στρατηγεῖο. Τὰ πολλὰ ὅμως φορτία ἦταν τρόφιμα….(ἀναφέρει τὰ εἴδη)….. Ἐδημιουργήθηκε λοιπὸν τὸ θέμα μὲ τὸν Ἐγγλέζο πῶς θὰ περιλάβομε αὐτὰ τὰ πράγματα, τὰ ὁποῖα ἤτονε μεγάλη ποσότητα….» Στὸ ἴδιο μέρος ἐπίσης πῆγε ὁ Μπαντουβᾶς ἔχοντας μαζί του τετρακόσιους ἄνδρες καὶ τὸν ἴδιο Ἐγγλέζο καὶ συναντήθηκε καὶ μὲ τὸν Πετρακογιώργη ποὺ εἶχε πάει τρεῖς μέρες νωρίτερα μὲ τριάντα Ἐγγλέζους τοὺς ὁποίους θὰ ἔπρεπε νὰ βοηθήσει γιὰ νὰ φύγουν στὴ Μέση Ἀνατολή. Πάλι ὁ καπετάνιος σημειώνει ὅτι μὲ τοὺς ἄνδρες του θὰ πήγαιναν μέσῳ δύσβατης περιοχῆς, γκρεμοῦ «στὸν Ἅγιο Νικόλαο τὴ Μονὴ ὅπου εἴχαμε ἀρκετὸ τρόφιμα ἐδικό μας, γιὰ νὰ τροφοδοτηθοῦμε».

Ἐμπόδιο ὅμως ἦταν πολλοὶ Γερμανοὶ ποὺ εἶχαν κατασκηνώσει στὴ θέση «Μασκάλι». Ἐκεῖ ἔγινε μάχη. Ἀπὸ τοὺς Γερμανοὺς κάποιοι σκοτώθηκαν κι οἱ περισσότεροι διαλύθηκαν καὶ χάνοντας τὸν προσανατολισμὸ τους ἔκαμαν τέσσερις μέρες γιὰ νὰ ξανασυναντηθοῦνε. Μετὰ ἀπὸ τὴ μάχη αὐτή, κατέβηκε ὁ Μπαντουβᾶς μὲ τούς ἄνδρες του στὸν Ἅγιο Νικόλαο. «Στὸν Ἅγιο Νικόλαο ἦτον 'γούμενος προηγουμένως ὁ ἀδελφὸς τοῦ Χαιρέτη τοῦ Ζαχάρη, ὁ ὁποῖος εἶχε φύγει τότες γιὰ τὴ Μ. Ἀνατολὴ καὶ τὸ 'γουμενικὸ του εἶχε ἀναλάβει ἄλλος».

Ἀπὸ τὴν ἔκθεση ἐπίσης τοῦ παπᾶ Νικολῆ Νεονάκη αὐτοῦ τοῦ μεγάλου ἀγωνιστή τῆς ἀντίστασης, τοῦ φλογεροῦ πατριώτη ἀπὸ τὴ Βαγιονιὰ διαβάζουμε ὅτι πρὶν ὁ Ἡγούμενος τοῦ Κουδουμᾶ Παρθένιος Χαιρέτης φύγει στὴ Μέση Ἀνατολή, κατὰ τὸ «τέλος Νοεμβρίου τοῦ 1941 γνωρίζων τὴν αὐτόβουλον μυστικὴν τοιαύτην κίνησίν μου (εἶχε συγκροτήσει δυὸ μυστικὲς ἐπιτροπὲς ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν μὲ σκοπὸν τὴν περίθαλψη τῶν καταφυγόντων στὴ Μεσαρά Ἄγγλων καὶ Ἑλλήνων στρατιωτικῶν καὶ ἀπὸ κεῖ τὴν προώθηση πρὸς τὰ νότια παράλια γιὰ διαφυγὴ στὴ Μ. Ἀνατολή) ὁ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ Παρθένιος Χαιρέτης μὲ ἐκάλεσε νὰ μεταβῶ εἰς Ἅγιον Νικόλαον (Μετόχι τῆς Μονῆς) νὰ λάβω μέρος μιᾶς συσκέψεως ποὺ θὰ ἐλάμβανε χώρα ἐκεῖ μὲ τὴ συμμετοχὴ τοῦ Πετρακογιώργη, Μπαντουβομιχάλη, ἑνὸς Ἄγγλου Ἀξιωματικοῦ ἀφιχθέντος πρὸς τοῦτο ἐξ Αἰγύπτου καὶ τινῶν Ἑλλήνων Ἀξιωματικῶν κρυπτομένων εἰς τὴν Μονήν»….«κατὰ τὰ λεγόμενα τοῦ Ἡγουμένου ἔδει μὲ τὴν μετάβασίν μου εἰς τὴν Μονὴν νὰ φέρω ἱκανὴν ποσότητα τροφίμων πρὸς τροφοδότησιν των (Ἄγγλων καὶ Ἑλλήνων στρατιωτῶν)».

Ὁ π. Νικολὴς εἶχε συνδεθεῖ στενὰ μὲ τὴν ἀδελφότητα τοῦ Κουδουμᾶ πρὸ τῆς κατοχῆς, ὁ σύνδεσμος αὐτὸς συνεχίστηκε καὶ κατὰ τὴν κατοχή, συνεργάστηκε σὲ ἀντιστασιακὰ θέματα καὶ λειτούργησε κάποιες φορὲς στὸ Μοναστήρι. Ἀπὸ τὶς παραπάνω μαρτυρίες βλέπουμε τὴν προσφορὰ τῆς Μονῆς Κουδουμᾶ ἀπὸ τὸ Μετόχι της, τὸν Ἅγιο Νικόλαο. Ἦταν κέντρο μυστικῶν συμβουλίων καὶ διασυνδέσεων τῶν ἀρχηγῶν τῶν ἀνταρτικῶν ὁμάδων, ἀλλὰ καὶ κέντρο ἀνεφοδιασμοῦ των σὲ τρόφιμα.

Ὡς «ταχυδρόμος» ἀπολύτου ἐμπιστοσύνης γιὰ τὴ μεταφορὰ τῶν μηνυμάτων ἀπὸ καὶ πρὸς τὴ Μονὴ Ἁγίου Νικολάου γιὰ θέματα ἀντιστάσεως εἶχε ἐπιλεγεῖ ὁ διακεκριμένος γιὰ τὴν ἐχεμύθειά του καὶ τὸ θάρρος του Μοναχὸς Ἰγνάτιος Μαραβελάκης ἀπὸ τὰ Καπετανιανά, βοηθὸς στὰ κοπάδια τοῦ ὑπεύθυνου γιὰ τὸ διακόνημα αὐτὸ Μοναχοῦ Δαβίδ Μπικάκη. Προδόθηκε στοὺς Γερμανούς, ὑπέστη τὰ πάνδεινα, ἀλλὰ δὲν κατόρθωσαν νὰ τοῦ ἀποσπάσουν καμιὰ πληροφορία.

Δὲν στέρησε ὅμως σὲ ἐθνικὴ προσφορὰ καὶ τὸ ἄλλο της Μετόχι-Μονίδριο, οἱ «Τρεῖς Ἐκκλησιές» στὶς ὁποῖες πάντοτε ὑπῆρχε μικρὸ μέρος τῆς ἀδελφότητος.

Ὁ καπετάν Μανώλης Μπαντουβᾶς στὰ ἀπομνημονεύματά του ἀναφέρει: «Τὸ πρωὶ ἐτραβοῦσα νὰ πάω πρὸς τὴν παραλία Τρεῖς Ἐκκλη-σιές, ὅπου εἴχανε ξεφορτωθεῖ τὰ εἴδη, διότι ὅπως εἶπα προηγουμένως, ἡ νότιος παραλία ἐτότες ἤτονε τελείως ἐλεύθερη, δὲν ἐλεγχότανε ἀποὺ τοὺς Γερμανούς». Αὐτὰ τὰ πράγματα, τρόφιμα καὶ ὅπλα τὰ εἶχε φέρει ὑποβ-ρύχιο. Ὁ Γουντχάουζ ὁ ἐγγλέζος καὶ ὁ Πετρακογιώργης, τὰ πῆγαν στὸ Μαγαρικάρι ἐνῶ εἶχαν ἄλλο προορισμό.

Ὁ ἴδιος ὁ καπετάνιος ἀναφέρει τὴν φυγάδευση ἀπὸ τὶς Τρεῖς Ἐκκλησιὲς πολλῶν ἀξιωματικῶν καὶ πολιτῶν ἀπὸ τὸ νομὸ Ἡρακλείου μὲ ὑποβρύχιο τοὺς ὁποίους εἶχε εἰδοποιήσει ὁ παραπάνω ἐγγλέζος. Αὐτὸ ἔγινε κι ἄλλες φορές. Γι' αὐτὸ οἱ Γερμανοὶ ἔκαμαν καὶ ἐκεῖ φυλάκιο καὶ δὲν μποροῦσε νὰ προσεγγίσει ὑποβρύχιο. Ὅταν μάλιστα ὁ Μπαντουβᾶς ἐπέστρεφε ἀπὸ τὸ Κάιρο ἀποβιβάστηκε σὲ Ρεθεμνιώτικη παραλία ἀπὸ ὅπου πῆγε στὰ Σαχτούρια ἀπὸ κεῖ στὶς Μοῖρες καὶ μετὰ στὸ Ἡράκλειο. Φεύγοντας οἱ Γερμανοὶ ἀπὸ τὶς Τρεῖς Ἐκκλησιὲς, ἄφησαν κί ἐκεῖ πίσω τους μόνο καταστροφές…

Ἡ ἀνέχεια κατὰ τὴν κατοχὴ εἶχε ἀπλωθεῖ παντοῦ, μαζὶ κι ὁ φόβος. Προσευχὴ ὅλων πιὰ ἦταν ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Πατρίδας. Τὸ ποθούμενο. Τὰ βουνὰ γέμισαν ἀντάρτες καὶ δημιουργήθηκαν οἱ περίφημες ἐκεῖνες ὁμάδες ποὺ καὶ πάλι εἶχαν κέντρα τὰ Μοναστήρια ὅπως τὸ Βροντήσι. Γιὰ ἀντίποινα οἱ Γερμανοὶ λεηλατοῦσαν, ἔκαιγαν σπίτια, ἔκαναν ὁμαδικὲς ἐκτελέσεις.

Ὁ Κουδουμᾶς τὸν πρῶτο καιρὸ ἔμεινε ἔρημος. Οἱ μὲν Γερμανοὶ βέβαια μετὰ τὴν ἀπειλητικὴ ἐμφάνιση τῆς Παναγίας ἔφυγαν. Δυὸ-τρεῖς μέρες ἔκαναν ἐκεῖ ὅλες κι ὅλες. Ἀλλά ἡ διαταγή ἀποχωρήσεως τῆς ἀδελφότητος ἴσχυε. Φυλάκιο ἔκαμαν τὸν Ἀϊ-Γιάννη ὅπου εἶχαν τὴ βάση τους οἱ περίπολοι κι ἀργότερα καὶ στὶς Τρεῖς Ἐκκλησιὲς ἀφοῦ ἔμαθαν ὅτι ἦταν χῶρος μετακινήσεως ἀνταρτῶν ἀπὸ καὶ πρὸς τὴ Μέση Ἀνατολή. Ὅποιους ἔβρισκαν στὴν ἀπαγορευμένη ζώνη τοὺς σκότωναν ἐπὶ τόπου.

Ἡ Μονὴ παρὰ τὶς ἐλλείψεις της καὶ τὸ φόβο τῶν Γερμανῶν τοῦ φυλακίου στὸν Ἀϊ-Γιάννη, δὲν ξεχνοῦσε τὸ καθῆκον της πρὸς τὴν πατρίδα. Τροφοδοτοῦσε τοὺς ἀντάρτες, ἔκρυβε ἐπιμελῶς καὶ φυγάδευε γιὰ τὴ Μ. Ἀνατολὴ καὶ αὐτὸ τῆς στοίχισε πολύ. Πολλοὶ Μοναχοὶ χτυπήθηκαν ἀνελέητα γιὰ νὰ ὁμολογήσουν τὶς κινήσεις τῶν ἀγωνιστῶν τῆς ἀντίστασης. Μεταξὺ αὐτῶν ὑπέφερε πολὺ καὶ ὁ Ἰωακεὶμ (τὸ Ἰωακειμάκι ἢ καλογεράκι). Γιὰ τὴ δράση τῆς Μονῆς βρίσκουμε ἀσφαλεῖς πληροφορίες μέσα ἀπὸ τὰ μετακατοχικὰ ἔγγραφα μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Ἡγούμενος Ἀρχιμ. Ἰωακεὶμ Δρακωνάκης ζητοῦσε βοήθεια πότε ἀπὸ τὴ Γενικὴ Διοίκηση Κρήτης στὰ Χανιά καὶ πότε ἀπὸ τὸ «Σεβαστὸν Ὑπουργεῖον ἀνοικοδομήσεως». Στὰ ἔγγραφα αὐτὰ ὁ Ἡγούμενος ἀνέφερε τὴν οἰκτρὴ κτιριακὴ κατάσταση στὴν ὁποία εἶχε περιέλθει ἡ Μονὴ ἀφοῦ οἱ Γερμανοὶ τὴν εἶχαν καταστρέψει καὶ οἱ Μοναχοὶ πλέον εἶχαν φύγει μέχρι τὴν ἀπελευθέρωση.

Γιὰ τὴν προσφορὰ τῆς κυριάρχου Μονῆς καὶ ὄχι μόνο τῶν Μετοχίων της (Ἅγιος Νικόλαος καὶ Τρεῖς Ἐκκλησιές) δὲν μαρτυροῦν μόνο τὰ ἔγγραφα που υπάρχουν στη Μονή τοῦ Ἡγουμένου Ἰωακεὶμ Δρακωνάκη, ὄχι μόνο ἡ ζωντανὴ τοπικὴ ἱστορία, ἀλλὰ καὶ τὰ κείμενα πολλῶν ἀντιστασιακῶν ὅπως τοῦ Μπαντουβᾶ, τοῦ π. Νικολὴ Νεονάκη καὶ πολλῶν ἄλλων. Καὶ αὐτὸ τὸ ἔκανε μὲ μύριους κινδύνους, καί κυρίως ὅταν βρέθηκε ἀνάμεσα σὲ δυὸ γερμανικὰ φυλάκια. Τοῦ Ἁϊ-Γιάννη καὶ τῶν Τριῶν Ἐκκλησιῶν. Παρὰ ταῦτα πολλοὺς ἀγωνιστὲς περιέθαλψε, ἀκόμη καὶ γυναῖκες τῆς ἀντίστασης ποὺ εἶχαν ἐκεῖ μεταφερθεῖ μέχρι νὰ ἔλθει τὸ υποβ-ρύχιο σὲ κάποιο ὅρμο ἀπ' ὅπου θὰ τὶς φυγάδευαν. Γιὰ τὶς ἐνέργειες αὐτὲς εἶχαν τὶς πληροφορίες τους οἱ Γερμανοὶ καὶ μάλιστα ἔστειλαν καὶ Ἕλληνες προδότες γιὰ νὰ διερευνήσουν τὴν ὕπαρξη ἀνταρτῶν, γι' αὐτὸ τὴν ἐκκένωσαν γιὰ δεύτερη φορὰ καὶ τὴν κατέστρεψαν. Αὐτὴ ἦταν μὲ λίγα λόγια ἡ προσφορὰ τῆς Μονῆς σ' ἐκείνη τὴν ἐθνικὴ ὑπόθεση μὲ κόστος τὴν καταστροφή.

Πηγή: imkoudouma.gr